- μαρτύρεται
- μαρτύ̱ρεται , μαρτύρομαιcall to witnessaor subj mp 3rd sg (epic)μαρτύ̱ρεται , μαρτύρομαιcall to witnesspres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιστρώ — οἰστρῶ, άω και έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, όω) [οίστρος] (για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση αρχ. 1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ ἐγὼ μανίαις»,… … Dictionary of Greek
τραμπουκοκρατία — η, Ν επικράτηση τών τραμπούκων σε έναν τομέα τής κοινωνικής ή πολιτικής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραμπούκος + κρατία (< κρατης < κράτος), πρβλ. οχλο κρατία. Η λ. μαρτυρέται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek